Τα Παλιά Καφενεία του χωριού

τού Μέτοικου
Τα καφενεία ήταν τόπος συγκέντρωσης όλων των ανδρών του χωριού, οι εργαζόμενοι μετά τη δουλειά τους, οι ηλικιωμένοι οι συνταξιούχοι και γενικά οι χασομέρηδες, όλη την ημέρα.
Έπιαναν θέση οι νεώτεροι στις καρέκλες γύρω από τα μικρά τραπεζάκια, και οι γεροντότεροι στους καναπέδες, για να μάθουν τα ευχάριστα η τα δυσάρεστα νέα της ημέρας, να συναντήσουν τους φίλους τους, να κάνουν απολογισμό των εργασιών της ημέρας, να ανταλλάξουν απόψεις για τα τρέχοντα θέματα πολιτικά κοινωνικά και άλλα.
Από τα καφενεία περνούσε κάθε βράδυ ο πρόεδρος του χωριού για να συναντήσει τους δημότες, ο παπάς του χωριού για να συναντήσει αυτούς που δεν έβλεπε στην εκκλησία, οι χωροφύλακες για να είναι πάντα μέσα στα πράγματα, ο αγροφύλακας για να ακούσει τις καταγγελίες για τις αγροτικές ζημιές, ο γεωπόνος για να συμβουλεύσει για τις καλλιέργειες, οι γαιοκτήμονες του χωριού να κλείσουν εργάτες για την επομένη ημέρα η να προβούν σε πληρωμές, ο βουλευτής του νομού για να μοιράσει υποσχέσεις που ποτέ δεν θα πραγματοποιήσει.
Στα καφενεία συναντούσε κανείς αυτούς που τα ήξεραν όλα και έπαιρναν θέση σε κάθε συζήτηση, τους κουτσομπόληδες που είχαν τα αυτιά τους ανοιχτά και αναμετέδιδαν κάθε είδηση ή φήμη, τους ήσυχους που καθόντουσαν στις άκρες και παρακολουθούσαν το κάθε τι κουνώντας το κεφάλι τους, καθώς και τους χαζούς του χωριού που όλοι τους πείραζαν για να περνάνε την ώρα τους.
Μέσα στα σύννεφα καπνού των τσιγάρων ανέβαζαν και κατέβαζαν κυβερνήσεις, εκεί γινόντουσαν συνήθως τα προξενιά, εκεί καταδικαζόντουσαν η αθωωνόντουσαν οι χωριανοί για παραπτώματα που έκαναν η δεν έκαναν, εκεί γινόταν ο σχολιασμός των καυγάδων των ζευγαριών, τα παραπατήματα των συζύγων, και γενικά εκεί λεγόταν οτιδήποτε από το πιο σοβαρό ή αστείο έως το πιο αληθινό ή ψεύτικο.
Τα καφενεία τα κατέτασσαν σε αυτά που προσέφεραν τον καλύτερο καφέ ή τους καλύτερους κρασομεζέδες, σε αυτά που προσέφεραν περισσότερη ή λιγότερη ησυχία, σε αυτά που προσέλκυαν πελατεία κάτω ή άνω των 25 ετών, στα καφενεία που σύχναζαν δεξιοί κεντρώοι ή αριστεροί.
Οι πελάτες των καφενείων παράγγελναν τον καφέ ή το κρασί τους, γκρίνιαζαν πολλές φορές για τον καφέ που δεν είχε καϊμάκι ή γιατί ήταν γλυκός αντί μέτριος, για τον μεζέ του κρασιού όταν δεν τους ικανοποιούσε ποιοτικά η ποσοτικά.
Ο καφετζής πάντα ανεχόταν τις ιδιοτροπίες του κάθε πελάτη και ζητούσε συγνώμη για κάθε κατηγόρια που του καταλόγιζαν δίκαιη ή άδικη, τηρώντας τον κανόνα “ο πελάτης έχει πάντα δίκιο”.
Συνήθως οι πελάτες το καφέ τους τον συνόδευαν με μία παρτίδα τάβλι, η με μία παρτίδα πρέφας σκαμπιλιού δηλωτής ή ξερής. Γύρω από το κάθε τραπέζι που παιζόταν ένα παιχνίδι συγκεντρωνόντουσαν πολλοί θεατές και ο καθένας τους είχε κάτι να παρατηρήσει για τα σφάλματα ή τις ζαβολιές των παικτών. Την παραμονή της πρωτοχρονιάς τα καφενεία μετατρεπόντουσαν για ένα βράδυ σε μικρά καζίνα όπου άλλοι έπαιζαν τριανταμία άλλοι εικοσιμία, άλλοι πόκα, και οι πιο σκληροί ζάρια.
Αρκετές φορές από ασήμαντες αιτίες, άναβαν τα αίματα μικροί καυγάδες, και οι δυνατές φωνές που ακουγόντουσαν μάζευαν το κόσμο από τους γύρω δρόμους που έτρεχε εκεί για να μάθει τι συνέβη. Ποιοι και γιατί μαλώνουνε, και για να πάρει το μέρος του ενός ή του άλλου. Τα καφενεία μέχρι την εποχή του 1970 ήταν χώρος αποκλεισμένος από τις γυναίκες, το καθένα ένα μικρό Άγιο όρος.
Τις περισσότερες φορές λειτουργούσαν και σαν ταβέρνες, όταν γινόντουσαν σε αυτά τα πανηγύρια του χωριού, οι γάμοι, οι αρραβώνες, και γενικά όλες οι κοινωνικές εκδηλώσεις των χωριανών.
Κάθε καφενείο είχε το δικό του τύπο, ανάλογα με την προσωπικότητα και την αύρα του ιδιοκτήτη του. Όλα τους διέθεταν πάνω κάτω την ίδια επίπλωση. Μικρά ξύλινα ή μεταλλικά τραπεζάκια, ξύλινες καρέκλες με ψαθί, δερμάτινοι καναπέδες κολλητά στους τοίχους. Στη μέση του κάθε καφενείου υπήρχε πάντα η ξυλόσομπα με τα μεταλλικά πουριά, πηγή θέρμανσης τον χειμώνα και όχι μόνο. Πολλές φορές στην σόμπα ψηνόντουσαν κάστανα και ρεβίθια.
Στο κέντρο της οροφής κρεμόταν ένα μεγάλο λουξ που φώτιζε το καφενείο τα βράδια. Στο βάθος υπήρχε μια υποτυπώδης κουζίνα που περιλάμβανε ένα νεροχύτη με παροχή νερού, ράφια στον τοίχο γεμάτα με ποτήρια μικρά και μεγάλα, πιάτα και κουπάκια, καραφάκια ούζου και κονιάκ, μπύρες και λικέρ. Ένα μικρό υπερυψωμένο τζάκι χρησίμευε για το ψήσιμο των καφέδων και των τσαγιών. Ένα πολύ ωραίο ορειχάλκινο δοχείο (γκιούμι) υπήρχε στο τζάκι για το ζέσταμα του νερού, ένα τσαγιερό για το τσάι ή το φασκόμηλο, καφετιέρα και ζαχαριέρα, μπρίκια ορειχάλκινα με μακρύ χέρι (τσεσβέδες), και ένα μικρό ξύλινο εργαλείο για το ανακάτεμα του καφέ. Στο τζάκι έκαιγε πυρήνα (χόβολη) που έκανε τον καφέ νόστιμο. Στο βάθος συνήθως υπήρχε ένα ξύλινο ψυγείο πάγου με τις πορτοκαλάδες τις λεμονάδες και τις γκαζόζες .
Χώρισμα του κυρίως καφενείου με την κουζίνα ήταν ένας πάγκος ξύλινος ο λεγόμενος μπουφές (τεσγιάκι), με δίσκους επάνω για το σερβίρισμα των ποτών, μία σιδερένια κανάτα νερού, δύο μεγάλα μπουκάλια με ούζο και κονιάκ, γυάλες με γλυκά κουταλιού, βύσσινο κεράσι και μαστίχα, και μία γυάλα με λουκούμια. Στον τοίχο πάνω από τον πάγκο υπήρχε μια ξύλινη κατασκευή με μικρά χωρίσματα που φυλαγόντουσαν οι τράπουλες με τα παιγνιόχαρτα, πλάκες και κονδύλια από γραφίτη.
Ο μπουφές του καφενείου είχε και δύο συρτάρια που ο καφετζής έβαζε τις εισπράξεις του, και τα τεφτέρια με τα επί πιστώσει (βερεσέδια). Στους τοίχους του κάθε καφενείου συνήθως υπήρχαν καθρέπτες, πολλές φορές με φωτογραφίες στηριγμένες στις κορνίζες τους, πινακίδες με απαγορεύσεις, όπως ‘απαγορεύεται το πτύει’ ‘απαγορεύεται το σπάσιμο’.
Τον διάκοσμο των τοίχων συμπλήρωναν πόστερ με απεικόνιση ιστορικών γεγονότων, από την επανάσταση του 1821, μέχρι σήμερα, φωτογραφίες παλαιών και νέων πολιτικών, και πάντα ένα μεγάλο κάδρο με την φωτογραφεία των προγόνων του καφεπώλη.
Έτσι θυμάμαι τα καφενεία του χωριού μου, που σιγά-σιγά χάνουν το χρώμα τους στο βάθος του χρόνου, όπως και τόσα άλλα πράγματα.